Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Οι άγιοι 6000 μάρτυρες

Άγιοι 6000 Μάρτυρες

6000 ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ (1616) ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Το μοναστήρι του οσίου Δαυίδ στην έρημο του Γκαρέτζη για πολλούς αιώνες υπήρξε φάρος της πνευματικής ζωής της Γεωργίας.

Η θεάρεστος ζωή των Αγίων Πατέρων της για αιώνες υπήρξε λαμπρό παράδειγμα για τις επόμενες γενιές.



Τον 17ο αιώνα οι άθεοι Τούρκοι και οι Πέρσες αδιάκοπα χύνουν το αίμα των ορθοδόξων Γεωργιανών. Μπορεί οι επιδρομές αυτές να κατέστρεφαν την χώρα οικονομικά και να μείωναν τον πληθυσμό, πνευματικά όμως συντελούσαν στο ανέβασμα της πίστεως. Όπως ο χρυσός καθαρίζει στη φωτιά, έτσι και η πίστη μας καθάριζε και δυνάμωνε, γι' αυτό και στον αιώνα αυτόν είχαμε αμέτρητους μάρτυρες του Χριστού.

Αυτός ο αιώνας κοσμείται από το μαρτύριο των 6000 μοναχών της ερήμου Γκαρέτζη που έγινα με την επιδρομή του πέρση Σαχ-Αμπάς το 1616.

Ξημέρωνε η Ανάστασις του Χριστού. Το πρωί στον όρθρο, οι καλόγεροι της μονής με αναμένες λαμπάδες και ιερές εικόνες βγήκαν από το Καθολικό. Είδαν το φως από τις λαμπάδες οι πέρσες που έρχονταν για να λεηλατήσουν την χώρα και περικύκλωσαν την μονή. Οι βάρβαροι ΄πίεσαν τους μοναχούς να αλλάξουν την πίστη τους, αλλιώς θα τους εκτελούσαν μέχρι τον τελευταίο.



Ο άγιος Ηγούμενος τους είπε ειρηνικά:



«Εμείς τον ψευδαπόστολό σας δεν θα πιστέψουμε και ούτε αφήνουμε τον Βασιλέα και Δεσπότη ημών Ιησούν Χριστόν, δια το όνομα του οποίου αναχωρήσαμε από τον κόσμο και κατοικούμε στην έρημο. Αφήστε μας μόνο να γευθούμε το Πάσχα αυτό το αθάνατο. Φυλάξτε τις πύλες του ναού καλά για να μη βγεί κανείς μας. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει και μετά την Θεία Λειτουργία κάντε ότι θέλετε».

Τυφλωμένοι από τον πλούτο του ναού οι πέρσες τους άφησαν να τελειώσουν την Θεία Λειτουργία και στην συνέχεια τους έσφαξαν μέχρι τον τελευταίο μοναχό. Σώθηκαν μόνο δύο αναχωρητές, οι οποίοι μάζεψαν σε ένα τάφο τα άγια λείψανά τους.







Την μνήμη τους η Εκκλησία του Χριστού τιμά την Τρίτη ημέρα του Πάσχα.

Η μετάφρασις από τον Γεωργιανό συναξαριστή έγινε από τον φοιτητή Γεώργιο Ινασαρίτζε.

ΠΗΓΗ: http://www.impantokratoros.gr/

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Η αγία Ακυλίνα

Από μια μεγάλη Αγία, ένας «πατέρας» προδότης και λιποτάκτης «χριστιανός»
 
Η ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
 
        Η Αγία Ακυλίνα γεννήθηκε το έτος 1745 μ.Χ. στο Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης. Το σπίτι της σώζεται μέ­χρι και σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση.
        Εδώ ζούσε μαζί με τους χριστιανούς γονείς της τον πατέρα της το Γιώργη και τη Μητέρα της που δυστυχώς δε διασώθηκε το όνομά της. Μια μέρα ο πατέρας της Ακυλίνας μάλωσε με ένα τούρκο και πάνω στο θυμό του μαχαίρωσε τον τούρκο και τον άφησε νεκρό. Όλο το χωριό αναστατώθηκε και όλοι οι Χριστιανοί τρομαγμέ­νοι έτρεχαν να κρυφτούν για να γλυτώσουν απ' την μα­νία των τούρκων για εκδίκηση. Ο Γιώργης καταδικάζε­ται σε θάνατο, οι τούρκοι θα τον κρεμάσουν. Αν όμως θέλει να γλυτώσει τη ζωή του, υπάρχει λύση, αρκεί να τουρκέψει. Ο Γιώργης δειλιάζει μπρος στην κρεμάλα, προδίδει την πίστη του και υπόσχεται να τουρκέψει σιγά-σιγά και την οικογένειά του.
        Οι Χριστιανοί σαν το άκουσαν φαρμακώθηκαν: «Ακούς εκεί, να βρεθεί Ζαγκλιβερινός να προδώσει τη Πί­στη του!». Όλοι με ένα στόμα έλεγαν.
        Εκείνες όμως που φαρμακώθηκαν πιο πολύ, ήταν η Γυναίκα του και η Ακυλίνα.
        Ντυμένες και οι δυο στα μαύρα, κλείστηκαν μέσα και κλαίνε για τον πατέρα τους που έγινε προδότης της πίστεως και της πατρίδος. Άδικα η καλή του γυναίκα προσπαθεί να τον κάνει να συνέλθει, να Μετανοήσει, να Εξομολογηθεί. Αυτός τυφλωμένος από τα δώρα, ούτε θέλει ν' ακούσει για το Όνομα του Χριστού.
        Έτσι η μόνη παρηγοριά της Μάνας μένει τώρα η Ακυλίνα, και προσπαθεί να την αναθρέψει όσο πιο καλά γίνεται Χριστιανικά σα να διαισθάνονταν ότι θ' ακολου­θήσει το δρόμο του Μαρτυρίου.
        Και δεν άργησε να ξεσπάσει η καταιγίδα. Το έτος 1764 μ.Χ. ο Γιώργης παίρνει διαταγή του πασά που ήταν διοικητής της Θεσσαλονίκης να πείσει την κόρη του να γί­νει τουρκάλα, γιατί την είδε στη βρύση και θαμπώθηκε από την ομορφιά της ο γιος του και τη θέλει για γυναί­κα του. Χάρηκε ο Γιώργης γι' αυτή την μεγάλη τιμή, και τρέχει στο σπίτι του να της πει το μεγάλο νέο και τα μάτια του γυάλιζαν γι' αυτά που του έταξε ο πασάς. Η Ακυλίνα πάγωσε. Μάνα και Κόρη τον βγάζουν έξω από το σπίτι και ούτε θέλουν να τον ακούσουν. Αλλά ο «τούρκος» δεν υποχωρεί εύκολα. Λυσσάει, στην αρχή με γλυκόλογα και υποσχέσεις, όταν όμως βλέπει την Α­κυλίνα να μένει ασυγκίνητη σε όλα αυτά, αλλάζει τακτι­κή και διατάζει βασανιστήρια. Η ατίμητη Μάνα την εμ­ψυχώνει γενναία λέγοντάς Την:
        -Παιδί μου πρόσεχε, μην αρνηθείς το Χριστό. Αυτή η ζωή είναι πρόσκαιρη μπροστά στον Παράδεισο και στην Αιωνιότητα Της Μακαρίας Ζωής.

        Τα μαρτύρια αρχίζουν.
        Την γυμνώνουν, την χτυπούν, την μαστιγώνουν με βέργες και συρματένια σχοινιά. Το σώμα της γίνεται ό­λο μια πληγή. Το αίμα της χύνεται ποτάμι και βάφει τη Μακεδονική γη του Ζαγκλιβερίου. Η Ακυλίνα έχει τα μάτια στον Ουρανό και προσπαθεί να επαναλάβει:
        «Χριστιανή είμαι και Χριστιανή θα πεθάνω».

        Τρεις μέρες την βασάνισαν. Την τρίτη μέρα το απόγευμα μέσα στους πόνους και στην αιμορραγία την φέρ­νουν στο σπίτι της. Η Μάνα της την σφίγγει στην α­γκαλιά της μόλις τη βλέπει και το μόνο που νοιάζεται να ρωτήσει είναι:
        «Παιδί μου μήπως δείλιασες και αρνήθηκες το Χριστό;»

        Η Ακυλίνα προσπαθεί με δυσκολία να απαντήσει:
        «Μητέρα έκανα όπως μου είπες. Το διαμάντι που μου εμπιστεύθηκες το φύλαξα καθαρό και αμόλυντο και τώρα πάω κοντά στο Χριστό και Θεό μου».

        Ήταν 27 Σεπτεμβρίου 1764 όταν έφυγε η  Αγία της ψυχή.
        Από το Άγιο Λείψανό της ξεχύθηκε μια ανέκφρα­στη Ουράνια ευωδία και όλοι οι δρόμοι απ' όπου το πέ­ρασαν ευωδίαζαν για πολλές ήμερες.
        Οι τούρκοι για να τη θεωρήσουν δική τους έστω και μετά θάνατο, διέταξαν να τη θάψουν στο τουρκικό νε­κροταφείο, δίπλα στην πλατεία του χωριού.
        Το ίδιο βράδυ ένα φως κατέβηκε πάνω στον τάφο της σαν άστρο και έμεινε για ώρες πολλές.
        Τότε τρεις Ορθόδοξοι Ζωντανοί Χριστιανοί, Παλληκάρια του Χριστού έκαναν όρκο μυστικό και έκλεψαν το σώμα της Αγίας. Πού το έθαψαν όμως; Παραμένει ακό­μη άγνωστος ο τόπος. Πιστεύουμε ότι θα το αποκάλυψη ο Κύριος στους εσχάτους χρόνους.

Η Μνήμη Της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου.
 
* * *
 
 
Απολυτίκιον της Αγίας (ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)
 
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον,
Ακυλίνα του  Χριστού καλλιπάρθενε. συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

ΠΗΓΗ: www.impantokratoros.gr

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Άγιος Αχμέδ

Κατά το έτος 1682, στις 3 Μαΐου, Εμαρτύρησε στο Βυζάντιο ο Αχμέδ κάλφας Δηλαδή ο γραφέας του Δευταρδάρη, ο επικαλούμενος Πατ σουρούνης, το μαρτύριο του οποίου συνέγραψε κάποιος ανώνυμος συγγραφέας.

(Από το Νέο Μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου

Πάντων μεγίστη πίστις Ιησού πέλει,
Αχμέδ βοήσας πάμμεγα στέφος δέχη.


       Αυτός έχοντας μια Ρωσσίδα σκλάβα είχε σχέσεις μαζί της, την άφηνε όμως να πηγαίνει στην Εκκλησία των Χριστιανών στις επίσημες μέρες∙ επειδή όμως, όταν εκείνη επέστρεφε από την Εκκλησία, αυτός αισθανόταν μια άρρητη ευωδιά να βγαίνει από το στόμα της, την ρώτησε τι τρώει και μυρίζει έτσι∙ εκείνη του είπε ότι τρώει αντίδωρο και πίνει αγιασμό. Αφού τα άκουσε αυτά, προσκαλεί έναν εφημέριο της Μεγάλης Εκκλησίας και του λέει να ετοιμάσει μέρος να πάει αυτός, όταν λειτουργούσε ο Πατριάρχης ∙ και αφού έγινε αυτό, έβλεπε - ώ του θαύματος! - όταν ευλογούσε ο Πατριάρχης τον λαό και έβγαιναν από το κριτήριο και από τα δάκτυλά του ακτίνες, και έπεφταν πάνω στα κεφάλια όλων των Χριστιανών, όχι όμως στο δικό του. Μόλις είδε αυτό το θαυμαστό, φωνάζει τον ιερέα και βαπτίζεται Χριστιανός, και ήταν κρυφά Χριστιανός για αρκετό καιρό∙ όταν όμως σε μία συγκέντρωση συζητούσαν οι ευγενείς ποιος άραγε να έχει τη μεγαλύτερη δύναμη, και ρώτησαν και αυτόν, αυτός φώναξε όσο μπορούσε∙ την πιο μεγάλη δύναμη από όλα έχει η πίστη των Χριστιανών∙ και ομολόγησε τον εαυτό του Χριστιανό, και αφού κήρυξε με θάρρος όλο το Μυστήριο της ενσάρκου ομολογίας του Χριστού, δέχτηκε το μακάριο τέλος του Μαρτυρίου.
Πηγή: Συναξαριστής Νεομαρτύρων
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
Απόδοση στα νέα Ελληνικά: Τέζας Γεώργιος - Φιλόλογος
 
ΠΗΓΉ: www.impantokratoros.gr 

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Άγιοι Κινέζοι Μάρτυρες

ΣΙΝΙΚΟΝ ΚΛΕΟΣ
Οι Νεομάρτυρες της Κίνας




       Χαίροις Σινών Μαρτύρων πληθύς, Θεού του ζώντος η γενναία παράταξις, Η πλάνων καταβαλούσα την βουδδικήν ανδρικώς, Και Χριστού την πίστιν ανυψώσασα, Τα άνθη τα πνέοντα, ευωδίαν την άρρητον, νέοι αστέρες του νοητού στερεώματος, οι τας καρδίας των πιστών καταυγάζοντες, Κίνας το μέγα καύχημα, Ασίας αγλάϊσμα, και στολισμός και λαμπρότης και απαρχή προς τον Κύριον. Αυτόν δυσωπείτε, ταις ψυχαίς ημών δοθήναι το μέγα έλεος.  


       11 Ιουνίου. Ημέρα γιορτής για τους πιστούς. Ημέρα τιμής της Θεομητορικής εικόνος «Άξιον εστίν», που από το ιερό Σύνθρονο του Αγιορείτικου Πρωτάτου στέλνει τη χάρη Της στον τετραπέρατο κόσμο και γλυκαίνει τις ψυχές των Ορθοδόξων, παραμυθεί τους πονεμένους, στηρίζει τους δοκιμαζομένους, χαροποιεί τους ευσεβόφρονες…
       11 Ιουνίου 1900. Ημέρα διοκλητιάνειου διωγμού των ευαρίθμων Χριστιανών της αχανούς Κίνας. Ημέρα οργής και φωτιάς και συσσεισμού. Οι επαναστάτες Πυγμάχοι («Μπόξερς») έστρεψαν το μένος τους ιδιαίτερα εναντίον των εφτακοσίων όλων κι’ όλων Ορθοδόξων, και χτύπησαν με λύσσα το «μικρόν ποίμνιον» του Χριστού…
       Ίσως να είχαν πολλά παράπονα με τους ξένους και με τις διάφορες «ιεραποστολές» τους, που δεν ήταν πάντοτε άμοιρες εγκόσμιων επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων. Όμως η μικρή Ορθόδοξη Εκκλησία της Κίνας, άγιο τέκνο της ρωσικής ιεραποστολικής φλόγας παλαιοτέρων εποχών, από νωρίς είχε δείξει και αποδείξει ότι έγνοια της και έργο της ήταν αποκλειστικά ο ευαγγελισμός και η εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού, και όχι η «θρησκευτική» υποστήριξη πολιτικών και άλλων μάταιων και εφάμαρτων σκοπιμοτήτων. Έτσι, αν άλλοι είχαν δόσει λαβή για υποψίες και παράπονα, οι Ορθόδοξοι εκήρυτταν Χριστόν εσταυρωμένον και τίποτε άλλο!   
       Μέσα στις «μυρμιγκιές» των Βουδιστών, των Κομφουκιανών και Ταοϊστών, η Ορθόδοξη παρουσία ήταν «σταγών εν τω ωκεανώ». Παρά ταύτα, η σταγόνα αυτή ήταν ανυπόφορα ενοχλητική για τους «Μπόξερς» και δεν την ανέχθηκαν να λειτουργήσει στα μάτια της ψυχής του σαν κολλύριο, να ξαστερώσει η πνευματική τους όραση, για να μπορέσουν να διακρίνουν το φως της αληθινής θεογνωσίας. Γι’ αυτό και βάλθηκαν να τη στεγνώσουν. Με τη φωτιά του διωγμού. Με τον απαίσιο άνεμο της βίας. Με κάθε τρόπο!... Όλες σχεδόν οι εκκλησίες πυρπολήθηκαν. Το ιεραποστολικό κέντρο του Πεκίνου, η πολύτιμη βιβλιοθήκη του, το τυπογραφείο του, τα πάντα παραδόθηκαν στις φλόγες. Ό,τι είχε καταφέρει να δημιουργήσει η ταπεινή ιεραποστολική προσπάθεια μεταβλήθηκε σε ερείπια και στάχτες. Από τους εφτακόσιους πιστούς, μετρημένοι στα δάχτυλα ήσαν οι Ρώσοι, το βασικό δηλαδή προσωπικό μονάχα της υπό τον Αρχιμανδρίτη Ιννοκέντιο Ιεραποστολής. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν αυτόχθονες, Κινέζοι.
       Η λύσσα των «Μπόξερς» ξέσπασε ακριβώς εναντίων αυτών των ομοεθνών τους…Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψει κανείς το φονικό τους μένος εναντίων των αρνίων της Εκκλησίας!... Από τα πρώτα θύματά τους υπήρξε ο σεβάσμιος Ιερέας Μητροφάνης Τσή.      
       «Πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα της ποίμνης» (Ματθ.κστ’,31)…Μαζί με τον Ιερέα και ο απειρόκακος βλαστός του Ιωάννης, οχτάχρονο παιδί! Το ακρωτηρίασαν ανηλεώς…- Αρνείσαι την πίστη του Χριστού;…- Όχι!...- Προσκυνάς τον Βούδδα;…- Μη γένοιτο!...Τον έκοψαν κομμάτια. Στο ξεψύχισμά του κάποιοι πονετικοί πλησίασαν και προσπάθησαν να του δείξουν λίγη ανθρωπιά. Στην ερώτησή τους αν υποφέρει πολύ, ο άγιος Παιδομάρτυρας του Χριστού, με αγγελικό μειδίαμα στα χείλη εψιθύρισε,- Το να πάσχει κανείς για τον Χριστό δεν είναι βαρύ πράγμα!...κι΄έκλεισε τ’ αθώα του μάτια στη βαρβαρότητα της γης για να τα’ ανοίξει στη Βασιλεία του Θεού, όπου οι Κήρυκοι και οι Ταρσίζιοι κι’ οι Κλαύδιοι και οι Υπάτιοι και οι Διονύσιοι κι’ οι Παύλοι και οι άλλοι «Παιδαρίσκοι» του Χριστού τον περίμεναν αδελφικά να τον βάλουν στο «παιχνίδι» τους, μαζί με τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ…  
       Ο Παύλος Βαν, Κατηχητής, ήρθε η ώρα να επισφραγίσει με την ομολογία του και το μαρτύριο υπέρ Χριστού όσα για χρόνια εδίδασκε στους νεοσσούς της Εκκλησίας. Υπέμεινε αγόγγυστα ανήκουστα μαρτύρια με την προσευχή στα χείλη και παρέδωσε τη μακαρία του ψυχή στα χέρια του Πλάστου του…
       Η Ίγια Βεν, δασκάλα της Ιεραποστολικής Σχολής, βασανίστηκε απάνθρωπα κατ’ επανάληψη. Χτυπήθηκε, ακρωτηριάσθηκε, ξεψύχισε επιτέλους ομολογώντας και αυτή με ανδρικό φρόνημα και παρρησία το όνομα του Χριστού. Μαζί τους κι’ άλλοι. Μικροί και μεγάλοι. Απλοί και επίσημοι. Μορφωμένοι και ιδιώτες. Άνθρωποι της υπαίθρου και αστοί.    
        Εργάτες των γραμμάτων και χειρώνακτες…Τα ονόματά τους τα ξέρει ο Θεός που τα κατέγραψε εν βίβλω ζωής…Τετρακόσιοι περίπου φιλόχριστοι αναδείχθηκαν Μάρτυρες και Ομολογητές κι’ επότισαν με τα καθαρά τους αίματα τα χώματα της Κίνας και τα αγίασαν με την υπέρτατη θυσία τους. Η πρώην άγονη και στείρα Κινεζική γη αναβλάστησε τα πρώτα της μυρίπνοα άνθη, που με το γλυκύ κίτρινο χρώμα τους επλούτισαν την ωραιότητα του Κήπου της επουράνιας Εδέμ, και με τη δροσιά τους εδρόσισαν τη λιγοθυμισμένη από το καύμα του ορθολογισμού και της ακηδίας Χριστιανωσύνη των αρχών του αιώνος μας. Ο ιστορικός λαός των Σινών έδωσε τις απαρχές του στον Θεό Σαββαώθ…
       11 Ιουνίου…Άξιον εστι η θυσία των Σινών Νεομαρτύρων…Άξιον εστι το αιμοβαφές επιτραχήλιο του Πρεσβυτέρου Μητροφάνους…Άξιον εστι το άμωμο σφάγιο, ο μειρακίσκος Ιωάννης…
       Άξιον εστι το αίμα Ίγιας, Παύλου και όλων των αγνώστων και τω Θεώ γνωστών κατ’ όνομα ομολογητών και Μαρτύρων, των απαρχών της Κίτρινης Φυλής…
       11 Ιουνίου 1995. Σκυμμένος στις σελίδες της «Εκκλησιαστικής Αληθείας» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως του σωτηρίου έτους 1901, κάνω την πρώτη γνωριμία μου με τους Αγίους Νεομάρτυρες της Κίνας…Η ιερή τους εικόνα, σινο-βυζαντινότροπη, αγιάζει ήδη το ταπεινό μου γραφείο…
       Ταις αυτών αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, την πεπτωκυΐαν σκηνήν της εν Κίνα Εκκλησίας Σου ανάστησον και σώσον τας ψυχάς ημών,των φιλομαρτύρων δούλων Σου…  
† Ε.Α.Ι.  Απολυτίκιον  Ήχος γ’. Θείας πίστεως Σίναι Μάρτυρες πατρώαν πλάνην καταστρέψαντες, ύψωσαν πίστιν των Ορθοδόξων και στερρώς ηγωνίσθησαν, την βουδδικήν γαρ θρησκείαν ελέγξαντες, εν παρρησία Χριστόν ωμολόγησαν Θεόν τέλειον. Αυτώ δ’ εκτενώς πρεσβεύουσιν Υπέρ των ψυχών ημών.    


Εκ του περιοδικού «Ορθόδοξος Φιλόθεος μαρτυρία»
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»   


ΠΗΓΗ: www.impantokratoros.gr 

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Ο Όσιος νεομάρτυρας Νικόδημος

Ο Βίος και το μαρτύριο του νέου Oσιομάρτυρα Νικοδήμου του ράπτη που ασκήθηκε στην Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγ. Όρους και εμαρτύρησε στην πόλι Βεράτι της σημερινής Αλβανίας  στις  11 Ιουλίου του 1722.  
       Ο νέος αυτός μάρτυρας του Χριστού Νικόδημος είχε πατρίδα την κωμόπολι Βυθικούκι, που βρίσκεται κοντά στα όρια της Κορυτσάς. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς, και εγνώριζε την τέχνη του ράπτη. Ήλθε και έμεινε στην πόλι Βεράτιο της σημερινής Αλβανίας, και εργαζόταν την ραπτική του τέχνη. Εκεί παντρεύτηκε, αλλά επειδή πέθανε η γυναίκα του, επήρε δεύτερη, αλλά πέθανε και αυτή∙ και έλαβε τρίτη γυναίκα η οποία και αυτή πέθανε. Σκεπτόταν δε και τέταρτη να πάρη γυναίκα, διότι τέτοια δύναμι έχουν τα πάθη στον άνθρωπο και η κακή συνήθεια, ώστε αχόρταγος γίνεται στα κακά η όρεξίς του. Μόλις λοιπόν σκέφτηκε να κάνη αυτό, έμαθε ότι κάποιος Αγαρηνός άρχοντας έχει κάποια χριστιανή υπηρέτρια ωραία. Ετόλμησε δε και απέστειλε στον άρχοντα εκείνον μεσίτες, για να δώση σε αυτόν αυτήν σε γάμου κοινωνία. Εκείνος δε ο ακάθαρτος, έχοντας προθυμία να μεταδώση την μιαρά του θρησκεία σε Χριστιανό περισσότερο και να αυξήση αυτήν παρά να έχει μόνον την υπηρέτρια, τον πληροφόρησε ότι αυτό είναι εύκολο, εάν αρνηθή τον Χριστό και δεχθή την θρησκεία των Αγαρηνών. Ευρισκόμενος σε μέθη από τον σαρκικό έρωτα, κανένα δεν βρέθηκε εμπόδιο σε αυτόν, αλλά αφού δέχθηκε τον λόγο του Αγαρηνού, αμέσως κατεφρόνησε Θεό και ψυχή, και με θάρρος εφώναξε εκείνη την ελεεινή φωνή στο κριτήριο, το: Αγαρηνός, είμαι από τώρα και όχι Χριστιανός. Κατ' αυτόν τον τρόπο έπεσε πτώσι ελεεινή ένεκα της φιληδονίας. Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόταν πολλές ημέρες, ζώντας σαν τον άσωτο υιό μέσα στις ηδονές, χωρίς να συλλογίζεται καθόλου από πιο ύψος θεογνωσίας έχει πέσει σε καταχθόνιο κρημνό αθεΐας.
      
Και αυτά μεν αυτός έκανε με την συνεργεία του διαβόλου, ο πανάγαθος όμως Θεός που είναι μακρόθυμος και πολυέλεος και δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένει την επιστροφή του, για να έχη ζωή και ο Οποίος πάντοτε επιδιώκει και εργάζεται την σωτηρία μας∙ Αυτός, λέγω, δεν άφησε των χεριών Του το πλάσμα να απολεσθή τελείως, αλλά τον εφώτισε με θαυμαστό τρόπο. Διότι κάποια ημέρα, σαν να σηκώθηκε από μέθη, και αφού ήλθε στον εαυτό του και σκεπτόμενος όλα όσα κακώς έπραξε και έπαθεν, αναστέναζε από το βάθος της ψυχής του, εταλάνιζε τον εαυτό του, και θρηνούσε οδυνηρά την απώλεια της ψυχής του και έλεγε αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο και ταλαίπωρο, για ποια αιτία άραγε τυφλώθηκα τόσο κατά τον νου ο άμυαλος; Πως σκοτίσθηκα στην διάνοια; Πως προτίμησα το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως; Πως χωρίστηκα από την δόξα του Χριστού; Πως θεληματικά απέρριψα τον εαυτό μου από την συναυλία της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, και έγινα δούλος και αιχμάλωτος του παμπόνηρου διαβόλου; Αλλοίμονο στο ταλαίπωρο, ποια απολογία πρόκειται να αποδώσω κατά την ημέρα της κρίσεως; Ποιος θα με σώση από την κόλασι που με περιμένει; Σε τι θα μου ωφελήση τότε η μάταιη ηδονή, όταν αποδιωχθώ από προσώπου του φοβερού Βασιλέως και Κριτού; Όταν ακούσω την φρικτή και φοβερή εκείνη απόφαση του δικαίου και απροποσωλήπτου Κριτού Χριστού του Θεού;
      
Όταν θα μου πη «αποστραφήτω ο ασεβής εις τον Άδην»; Ποιος τότε θα με λυτρώση από εκείνη την ανάγκη; Ώ της δείνης συμφοράς! Ώ των εμών κακών! Αυτά με θερμά δάκρυα έλεγε ελεεινά οδυρόμενος και μετανοώντας για όσα κακώς έπραξε. Γι' αυτό και πάλι έκραζε με αναστεναγμό. Συ Κύριε, που έκλινες ουρανούς και κατέβηκες στην γη, για να σώσης το ανθρώπινο γένος από την τυραννίδα το Άδου. Συ, ο οποίος ήλθες στην γη, για να καλέσης αμαρτωλούς σε μετάνοια, δέξου και εμένα τον ταλαίπωρο μετανοούντα κατά το μέγα σου έλεος.
      
Έτσι  λοιπό μέρα και νύκτα και ώρα δεόμενος, εμελέτησε να φύγη και να έλθη στο αγιώνυμον Όρος το κοινό λιμάνι της σωτηρίας, για να διορθώση το μεγάλο αμάρτημα της αρνήσεως. Πρωτύτερα έστειλε και τον υιό του εκεί, ο οποίος και ντύθηκε το άγιο σχήμα των μοναχών, το οποίον, όταν το έμαθε ο πατέρας του, τόσο πολύ χάρηκε, ώστε με όλη του την ψυχή και καρδιά επεχείρησε την φυγή του. Αφού λογάριασε τα κινητά και ακίνητα της περιουσίας του, αλλά εχάρισε σε πτωχούς υπέρ της ψυχικής του σωτηρίας και με μερικά, που πήρε μαζί του, ανεχώρησε με προθυμία για το Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος βρήκε τον ενάρετον πνευματικόν π. Σάββα στον οποίον και εξομολογήθηκε όλες του τις αμαρτίες. Έπειτα ανεχώρησε από τον πνευματικό και επήγε στην ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου παρέδωσε τον εαυτό του στον πνευματικό Φιλόθεο, ενάρετο πατέρα της τότε εποχής, ο οποίος είχε την καλύβη του κοντά στο Κυριακό, η οποία και μέχρι σήμερα τιμάται στο όνομα της Αναλήψεως του Χριστού. Σε αυτή την καλύβη έμεινε, και αφού διδάχθηκε κάθε τάξη της μοναχικής ζωής και τους κανόνες, έλαβε και από τον Γέροντα του Φιλόθεο το αγγελικό σχήμα, και από Δέδες που λεγόνταν, μετωνομάσθηκε Νικόδημος μοναχός.
      
Από τότε, λοιπόν, επιτελούσε ο θείος αυτός Νικόδημος κάθε αρετή. Προσευχόταν συνέχεια, νήστευε και αγρυπνούσε, έχοντας και την μακαρία ταπέινωσι σαν τον τελώνη, με την οποία αξιώθηκε και του ποθουμένου. Κοντά με τα άλλα είχε και την κατάνυξι, επειδή συνέχεια την πτώσι του ενθυμούμενος, θρηνούσε με πικρία. Τροφή και πιοτό ήταν ψωμί και νερό, από τα οποία πολύ λίγο εδοκίμαζε, και με ένα λόγο όλες τις αρετές μετερχόμενος, ξερίζωσε όλες τις κακίες των παθών, διότι δεν ελυπήθη την σάρκα, ούτε κάποια άνεσι δίδοντας σ' αυτήν, και την φιλαυτία δεν ασπάσθηκε, ούτε την κενοδοξία, πώς να μην αποκτήση τις αρετές ο τοιούτος; Διότι γι' αυτό ακριβώς εβασάνιζε τον εαυτό του με νηστείες και αγρυπνίες, με σκληραγωγίες και προσευχές, ώντας με σώμα σαν ασώματος, και  αφού είχε υποτάξει όλα τα  μέλη και όργανα της σάρκας και έκανε αυτά δούλα στο πνεύμα. Αυτά βλέποντες και οι εκεί αγωνισταί στον θείο αυτόν Νικόδημον, εθαύμαζαν την θεϊκή σε αυτόν μεταβολή και αλλοίωσι, για την οποία έτυχε από το Θεό και της συγχωρήσεως, όπως θα φανερώση ο λόγος στην συνέχεια.
      
Σε αυτά τα θεάρεστα αγωνίσματα έκανε ο γενναίος πράγματι Νικόδημος τρία ολόκληρα χρόνια και αφού φάνηκε σταθερός, αναγνωρίστηκε ανώτερος από τις διαμονικές προσβολές, και από όλους δεχόταν τον έπαινο. Κατόπιν αφού πρόσθεσε αρετές στις αρετές, τις διπλασίασε αυτές και πολλαπλασίασε τόσο, ώστε βλέποντας τον εαυτό του να είναι έτσι, δεν δίστασε αλλά εζήτησε από τον Θεό και από την αγιωτάτη Μητέρα του Θεού, όπου ορεγόταν η ψυχή του∙ δηλαδή να καταξιωθή να διανύση την ζωή του με τέλος μαρτυρικό, για να ντροπιάση το διάβολο, που ένεκα της φιληδονίας του τον είχε υποσκελίση, και το μεγάλο του αμάρτημα της αρνήσεως, με τα  ίδια του αίματα, να ξεπλύνη και έτσι καθαρός στον μόνο Θεό με παρρησία να μπορή να παρουσιασθή. Και αυτά μεν ο Όσιος προσευχόταν παρακαλώντας νύκτα και ημέρα, ο Θεός όμως, που εκπληρώνει το θέλημα των πιστών που τον φοβούνται και σέβονται, και που απαντά στις δεήσεις τους και τους σώζει, σύμφωνα με τον Προφήτη Δαβίδ∙ δεν παρέβλεψε την δέησι του, αλλά άκουσε την δέησι του σαν πολυεύσπλαχνος.
      
Δι' αυτό κάποια νύκτα που ο Νικόδημος ήταν προσευχόμενος και αγρυπνώντας από την μεγάλη  κούρασι αποκοιμήθηκε∙ Ενώ λοιπόν κοιμόταν τον φαίνεται σε όνειρο η Παντάνασσα Θεοτόκος, η οποία άστραπτε περισσότερο από τον ήλιο, να στέκεται στο μέσο δύο φωτεινών αγγέλων και έχοντας στο δεξί της χέρι κάποιο ποτήρι ωραιότατο από κρύσταλλο, λέγει στον Νικόδημο, γνωρίζεις άραγε ποια είμαι εγώ; Ο δε Νικόδημος αφού έπεσε κάτω με πολύ φόβο και τρόμο προσκύνησε  την Παρθενομήτορα λέγοντας∙ ναι Δέσποινα, γνωρίζω ότι συ είσαι η Μητέρα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, η προστασία και μεσίτρια του γένους μας. Εκείνη δε είπε προς αυτόν. Να, έχει εισακουσθή η δέησις σου, διότι εγώ αφού παρακάλεσα τον μονογενή Υιόν μου και Θεόν, και  αφού ανάγκασα Αυτόν, έχει συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες σου γι΄ αυτό αγωνίζου στο εξής με θεάρεστη ζωή, για να επιτύχης και της αιωνίου μακαριότητος. Ο δε Νικόδημος αφού γέμισε από άπειρη χαρά, πάλι προσκύνησε την Θεοτόκο δεόμενος προς αυτήν, για να δεχθή στον μονογενή Υιό Της, ώστε να καταξιωθή μαρτυρικού τέλους μέχρι αίματος, για να γίνη και μιμητής του αχράντου Του πάθους, προς διόρθωσι της αρνήσεως που προηγουμένως έγινε από αυτόν. Η δε Παντάνασσα Θεοτόκος απεκρίθη εις αυτόν∙ ας γίνη σε σένα όπως θέλεις∙ έπειτα πάλι είπε εις αυτόν∙ πήγαινε, λοιπόν όπου αρνήθηκες κακώς προηγουμένως, να ομολογήσης εκεί καλώς, και η χάρις του εξ εμού τεχθέντος να είναι μαζί σου, Μη λοιπόν δειλιάσης τα βάσανα των ασεβών ούτε να διστάσης καθόλου, διότι η χάρις μου θα σε δυναμώση. Και αφού είπε αυτά προσέφερε εις αυτόν το ποτήρι λέγοντας∙ άνοιξε μου το στόμα και δέξου ποτήριο σωτηρίου και του μαρτυρίου εις όνομα του Πατρός και Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο δε γευσάμενος αυτό, αισθάνθηκε το πιοτό αυτό πιο δριμύ και από το ξύδι∙ και πάλι η Θεοτόκος λέγεις σε αυτόν∙ το μεν ποτήρι του μαρτυρίου είναι δριμύ προς ώραν, αλλά γλυκειά είναι η αιώνιος απόλαυσις του παραδείσου. Έπειτα ο θείος Νικόδημος αφού προσκύνησε την Θεομήτορα και ευχαριστών την μεγάλη της ευεργεσία και το έλεος, έχαιρε πνευματικά, η δε Θεοτόκος ανέβηκε στους ουρανούς.
      
Μετά από αυτά δεν εσταμάτησε η πηγή της ευσπλαχνίας Δέσποινα  Θεοτόκος μέχρις εδώ μόνον, αλλά ακόμη και σε μεγαλύτερες θεωρίες τον Όσιο καταξίωσε. Ενώ κοιμόταν ακόμη ο μακάριος Νικόδημος, αρπάχτηκε σε οπτασία από άγγελο Θεού, ο οποίος έδειξε σε αυτόν όλους τους βασανιζομένους στον Άδη, ξεχωριστά δε τον αρχηγό της πλάνης των Αγαρηνών, τον ψευδοπροφήτη Μωάμεθ, διότι βρισκόταν αυτός δεμένος με πύρινες αλυσίδες εις την φλόγα της κολάσεως, βασανιζόμενος φοβερά επίσης και όλο το πλήθος των ασεβών, οι οπαδοί δηλαδή αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών κάθε ασεβείας και αιρέσεως, όλοι εκεί βασανιζόμενοι. Κατόπιν ωδηγήθηκε και στον παράδεισο από τον ίδιο θείο άγγελο, ο οποίος έδειξε σε αυτόν όλη την τερπνότητα και την δόξα αυτού και την εκεί χαρά και αγγαλίασι των δικαίων.
      
Αυτά αφού εθεώρησε αρκετά ο θείος Νικόδημος, εξύπνησε δοξάζοντας τον Θεό και την Πανάχραντον Αυτού Μητέρα, και πότε θρηνούσε θερμά, συλλογιζόμενος την απώλειαν των ασεβών και αμαρτωλών, πότε χαιρόταν υπερβολικά για την δόξαν των δικαίων. Δι' αυτό έτρεξε προς τον πνευματικόν του πατέρα Φιλόθεον, και εφανέρωσε σε εκείνον όλα όσα πιο πάνω διηγηθήκαμε. Ο δε ιερός εκείνος πνευματικός πατέρας, όταν άκουσε αυτά, είπε σε αυτόν∙ πρόσεξε καλά, παιδί μου και, γνώρισε ότι το μεν πνεύμα του ανθρώπου είναι πρόθυμον, αλλά η σάρκα ασθενής∙ επειδή ο άνθρωπος βασανιζόμενος δεν πάσχει κατά το πνεύμα, αλλά μόνον κατά το σώμα. Δι' αυτό το μεν πνεύμα χαίρετε σε όλα τα πνευματικά και θεϊκά έργα, το δε σώμα προβλέποντας τις διάφορες κακουχίες, φοβάται και τρέμει και  στρέφεται προς τα πίσω∙ πλην πήγαινε με ειρήνη, παιδί μου, βάδιζε τον δρόμο της σωτηρίας σου, όπως σε έχει αποκαλύψει ο Κύριος και σε προσκαλεί στον δρόμο της σωτηρίας έτσι και συ ακολούθησε με προθυμία πίσω από Αυτόν∙ διότι η πληροφορία σου δεν έγινε από τους ανθρώπους, για να διστάζης, αλλά από το Θεό της Μητρός Αυτού Παρθένου, για να απομακρύνη από σένα κάθε δισταγμό και φόβο. Πήγαινε λοιπόν κατά το θεϊκό πρόσταγμα, διότι αυτός ο Θεός θα σε διατηρήση ανώτερον από όλους τους εχθρούς, ορατούς και αοράτους. Αφού είπε αυτά ο Γέροντας στο δικό του τέκνον Νικόδημο, και αφού έκανε κοινή προσευχή με όλους τους πατέρας και αδελφούς στην ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, τον έστειλε με ειρήνη.
      
Εκκίνησε λοιπόν ο θείος Νικόδημος προς τον δρόμο του μαρτυρίου, εφοδιασμένος πρώτον από τις θεϊκές αποκαλύψεις, δεύτερον από τις ευχές το Γέροντος του και των λοιπών πατέρων στης Σκήτεως, θέλησε να λάβη και τις ευλογίες του μεγάλου ασκητικού πατρός αγίου Ακακίου, που ζούσε τότε στην ιερά Σκήτη των Καυσοκαλιβίων. Διότι η συμβουλή των μεγάλων τέτοιων Αγίων, λεγομένη και μαρτυρουμένη με ζωντανή φωνή, είναι πιο ασφαλέστερη από τις οπτασίες και όλων εκείνων των αδελφών που δεν έχουν μαρτυρημένη αγιότητα. Οι οπτασίες μερικές φορές γίνονται και σφαλερές, αν και ο λόγος δεν αφορά στις θείες οπτασίες του οσίου Νικοδήμου. Αφού επήγε ο θείος Νικόδημος στον Όσιον Ακάκιον, έπεσε στα πόδια του και θρηνούσε ώρα αρκετή. Ο άγιος όμως Ακάκιος τον πήρε από το χέρι και αφού τον κάλεσε με το όνομα του, που ποτέ δεν είδε, τον εσήκωσε και ενεθάρρυνε, και τον ωμίλησε τα αρμόζοντα για την σωτηρία του. Έπειτα τον άφησε εκεί ο Όσιος και απομακρύνθηκε λίγο και προσευχήθηκε νοερά γι' αυτόν. Μερικοί δε τότε που βρέθηκαν εκεί, είδαν φως σε είδος λαμπρού αστεριού, το οποίο αφού κατέβηκε ήλθε προς τον Όσιον αυτόν Ακάκιον που προσευχόταν∙ και αφού έγινε αυτό, το μεν άστρο εκείνο έγινε άφαντο, το δε πρόσωπο του Οσίου έλαμψε σαν ήλιος.
      
Μετά γύρισε πίσω, πλησίασε στον Νικόδημον και τον είπε κάποιο λόγο μυστικόν και ενώ τον ωμιλούσε αμέσως η μεν λάμψις του προσώπου του έφυγε από τον Όσιο, κατάνυξις δε μεγάλη εισήλθε στην καρδιά του Νικοδήμου, από την οποία κατάνυξι εποτίστηκε και, αφού από θεϊκό ζήλο εμέθυσε, εφώναξε μεγαλόφωνα, σημείο αυτό του υπερβολικού θείου έρωτα, διότι, αφού έπήγε κάτω από το σπήλαιο, έκλαυσε εκφώνως μεγάλο κοπετό και γοερό. Έπειτα επήγε πάλι στον Όσιο, ζητώντας την ευλογία και άδεια δια να απέλθη στον δρόμο του μαρτυρίου. Ο δε Όσιος αφού του ευχήθηκε του έδωσε έπειτα κάποιο ραβδί στα χέρια του, λέγοντας του∙ πήγαινε παιδί μου μαζί με αυτό μπρος στους απίστους κριτές, και με την δύναμι και χάρι του Χριστού θέλεις τελειώσει τον μαρτυρικόν σου αγώνα.
      
Λαβών λοιπόν ο θείος Νικόδημος το ραβδί εκείνο σαν από το χέρι του Κυρίου, και με τις ευχές του Οσίου Ακακίου ασφαλισθείς, όλος έγινε αιχμάλωτος του μαρτυρίου και ετοιμαζόταν για τη οδοιπορία. Επειδή όμως ήταν αδύνατος από τις μεγάλες του νηστείες για να περπατήση τόσο διάστημα δρόμου, ζήτησε άδεια από τον Όσιο να φάγη κάτι για να μπορέσει να περπατή. Ο Όσιος όμως Ακάκιος είπε σε αυτόν∙ τώρα περισσότερο αδελφέ, έχεις ανάγκη να νηστεύης, διότι μέλλεις να αγωνισθής τον τελευταίον αγώνα υπέρ Χριστού του Θεού. Δι'  αυτό όσο υπάρχει σου η δύναμις αυτή της νηστείας, τόσο περπάτα, και ο Δεσπότης μας που είπε: «ούκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ' εν παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ' 4). Αυτός θα σε ενδυναμώση να πας χωρίς κόπο όλο τον δρόμο σου. Απαντώντας δε ο Νικόδημος λέγει στον  Γέροντα∙ Ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τις θείες σου ευχές, άγιε πάτερ, να κάνη το έλεός Του σε εμένα, και να με καταξιώση της καλής Του ομολογίας, πλην δειλών τις πανουργίες του διαβόλου. Λέγει σε αυτόν ο Όσιος∙ να έχης θάρρος αδελφέ, και μη φοβηθής τον ανίσχυρο δαίμονα, να φοβείσαι μόνον τον Θεό, να τηρής τις εντολές Του και προς Αυτόν να επιρρίψης τις ελπίδες σου. Και όταν άκουσε αυτά τα τελευταία ο θείος Νικόδημος από το στόμα του Αγίου Ακακίου, έκλαυσε αρκετά, μετά, αφού πήρε από το χέρι του το ραβδί μαζί με την ευχή, και αφού ασπάστηκε αυτού το χέρι και το ραβδί, ανεχώρησε χαρούμενος.
      
Κατά αυτόν τον τρόπο νηστεύοντας και εγκρατευόμενος ο θείος Νικόδημος όσον μπορούσε, καθόλου δεν ατόνισε αλλά περισσότερο ενδυναμώθηκε με την θεία χάρι του Χριστού, επήγε χωρίς κόπο μέχρι την πατρίδα του. Αλλά κι ο Σωτήρ μας φάνηκε στο δρόμο ενισχύοντας και στηρίζοντας αυτόν∙ διότι έδειξε σε αυτόν τα μέλλοντα, δηλαδή εφανέρωσε σε αυτόν τα όσα έμελλε να πάθη και που, ακόμη δε και αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου του, και ότι πρέπει να τελειωθή δια ξίφους. Και ο μεν Κύριος ανέβηκε στους ουρανούς, ο δε θείος Νικόδημος αφού ενδυναμώθηκε πάρα πολύ, δια το τόσο μεγαλείο, που αξιώθηκε από τον Θεό, με χαρά εβάδιζε τον δρόμο προς το μαρτύριο.
       Φθάνοντας λοιπόν στην πόλι του Βερατίου, στην οποία προεξώμοσε, έγινε γνωστός σε πολλούς. Πηγαίνοντας όμως στο εργαστήριο του ανάμεσα από τους εκεί ευρισκομένους και τους συντεχνίτας του, μετά των οποίων κάποτε εργαζόταν, πιο πολύ έγινε γνωστός σε όλους, και όλοι για αυτόν μιλούσαν. Για τον λόγον αυτόν βλέποντας του και οι εκεί Αγαρηνοί, άρχισαν να λένε μεταξύ τους∙ δεν είναι αυτός εκείνος που αρνήθηκε το Χριστό προ καιρού σε αυτήν την πόλι; Πως πάλι φρονώντας τα των Χριστιανών, ήλθε προς εμάς, και είναι μαζί μας και φανερός σε όλους παρουσιάζεται; Και ενώ αυτά έλεγαν οι Αγαρηνοί, και το Όσιον δακτυλοδεικτούσαν, λέγει σε αυτούς ο Όσιος∙ για εμένα τα λόγια αυτά λέτε ή για κάποιον άλλον; Εκείνοι δε είπαν για σένα αυτά λέμε και όχι για κάποιον άλλον, εάν πράγματι συ είσαι, εκείνος που δέχτηκες την θρησκεία μας. Προς αυτά ο Όσιος αποκρίθηκε∙ εγώ είμαι βέβαια και όχι άλλος, εκείνος που πλανήθηκα από εσάς ανοήτως, αλλά από τώρα, μη γένοιτο να με θεωρείτε του Χριστού αρνητή, ούτε λατρευτή της μιαράς των Αγαρηνών θρησκείας διότι μέσα στον Χριστό ζω και θα ζήσω, και με Αυτόν και υπέρ Αυτού θα πεθάνω από ευγνωμοσύνη, και γι' αυτό ήδη ευρίσκομαι εμπρός σας.
       Όταν άκουσαν εκείνοι αυτά, και μη υποφέροντας το θάρρος του, σηκώθηκαν αμέσως και αφήνοντας τα εργαστήριά τους, έκαμαν συνωμοσία αναμεταξύ τους εναντίον του Οσίου, όπως αυτόν τον παιδεύσουν καθώς τον πρέπει. Γι' αυτό έτρεξαν όλοι μαζί, κατά την συνήθεια τους, και έσυραν αυτόν βίαια στο βήμα του ηγεμόνα. Ο δε Άγιος επήγαινε αγαλλόμενος, διότι έμελλε να πάθη υπέρ του Χριστού, γι' αυτό και είχε φαιδρό το πρόσωπο του. Αφού παραστάθηκε λοιπόν ο θείος Νικόδημος στο παράνομο δικαστήριο του ηγεμόνα, αυτούς είχε και ενάγοντας, αυτούς και μάρτυρας αυτούς και κριτάς, σύμφωνα με την ασεβέστατη συνήθεια των Αγαρηνών.
       Ο παράνομος όμως ηγεμόνας, βλέποντας τον μάρτυρα και αφού άκουσε τα εναντίον του, του λέγει, γιατί το έκανες αυτό; Απέβαλες, όπως ακούω το δικό μας σέβας το οποίον παρέλαβες ερχόμενος προς εμάς με τη θέλησί σου, και ήδη προσήλθες πάλιν στον Χριστόν, τον οποίο αρνήθηκες εδώ πριν από λίγο καιρό; Προς αυτά ο Άγιος ανταπάντησε∙ απατήθηκα σαν ανόητος κατά πρώτον από συνεργεία του διαβόλου, απατήθηκα σαν ανόητος από τα απατηλά και βλεσυρά σας λόγια, και έτσι σαν από κάποια μέθη προσήλθα στην πλάνη των ψευδοπροφητών σας∙ αλλ' όμως σε αίσθησι ελθών κατόπιν, τα μεν ιδικά σας σαν ψεύτικα, παραβλέπων και περιφρονήσας, απορρίπτω και αποστρέφομαι σαν από ακαθαρσιών, εις τον δε αληθινόν και μόνον ζώντα Θεόν Ιησού Χριστόν, ολόψυχα πιστεύω και ομολογώ, και γι' Αυτον με προθυμία αποθνήσκω.
       Ο δε ηγεμόνας, αφού άκουσε από τον μάρτυρα Θεόν τον Χριστόν κηρυττόμενον, αποκρίθηκε∙ πως συ τον Χριστόν ενώ είναι άνθρωπος, ομολογείς και κηρύττεις Θεόν; Είπε εις αυτόν ο Άγιος∙ Υιόν Θεού, και Θεόν∙ τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον πλην της αμαρτίας ομολογώ τον Χριστό, κτίστην και δημιουργόν του παντός, και κριτήν ζώντων και νεκρών με παρρησία κηρύττω Αυτόν. Ο ηγεμόνας πάλι είπε∙ ο τιμώμενος από εμάς προφήτης τι άρα είναι; Ο Άγιος με θάρρος απάντησε∙ πλάνος ήταν, απατεώνας και δεύτερος από τον διάβολον, αυτόν πρόδρομον του αντιχρίστου ομολογώ και ψευδοπροφήτη κηρύττω. Αυτός μεν ευρισκόμενος δεμένος με πύρινες αλυσίδες, και στην φλόγα της κολάσεως δεινώς βασανιζόμενος μαζί με τους ακολούθους του στεκόμενος, θρηνεί και οδύρεται την απώλειά του∙ εσείς δε σαν ανόητοι και πλανεμένοι τον σέβεσθε και τιμάτε, εκείνον που έζησε με το τόξο, το μαχαίρι και κάθε κακία, και ήδη στη φλόγα του Άδου αθάνατα πυρπολούμενον, καθώς Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός με εφανέρωσε γι' αυτόν και όλον το πλανεμένο γένος σας των αθέων Αγαρηνών.
       Αφού είπε αυτά ο Άγιος, αμέσως όλοι όσοι ευρέθηκαν εκεί εγέμισαν από θυμό και τρίζοντας εναντίον του τα δόντια τους, τον εχαστούκιζαν και εμαστίγωναν, παρακινούμενοι ο ένας από τον άλλον το να κακοποιήσουν τον Μάρτυρα περισσότερον. Έπειτα αφού έβγαλαν αυτόν από το παλάτι με οργή και θυμό, κατεκρήμνισαν αυτόν από το ύψος στα κάτω, ο οποίος όχι μόνον δεν έπαθε κανένα κακόν, αλλά έπεσε έτσι, ώστε βρέθηκε να στέκεται όρθιος στα πόδια του*.
       Αυτό το θαυμάσιο όλοι θεωρήσαντες δεν συνήλθαν οι ασύνετοι, αλλά αμέσως τον συνέλαβαν πάλι και αφού τον ετέντωσαν αρκετά τον εμάστιζαν με σκληρά ραβδιά, όπως επρόσταζε ο ασεβής, οι δε υπηρέτες του διαβόλου άρχισαν να ραβδίζουν με σκληρότητα και επίμονα όσο μπορούσαν. Και αυτά μεν εκείνοι έκαμναν, ο δε Άγιος σαν μάρτυρας του Χριστού δεχόταν τις πληγές με γενναιότητα και με σιωπή, ώστε φαινόνταν σε όσους τον έβλεπαν ότι δεν ήταν αυτός που έπασχε άλλα άλλος. Γι' αυτό με γενναίο και απτόητο φρόνημα νουθετούσε τον εαυτό του και στον αγώνα για τον Χριστό έδιδε θάρρος, ευχόμενος μυστικά και υποψιθυρίζοντας τα εξής έλεγε:
       Επίβλεψε Κύριε, εξ' αγίου κατοικητηρίου σου, και δος μου μετά παρρησίας να λαλώ τον λόγον σου, και ενίσχυσε με εις το να υπομείνω τα βασάνους και θλίψεις του μαρτυρίου, και κατευόδωσέ με εις τέλος της καλής ομολογίας Σου. Έπειτα γύρισε προς αυτούς που τον τιμωρούσαν και τα εξής τους έλεγε∙ κτυπάτε κατά του σώματος  με όση δύναμι έχετε, διότι με αυτόν τον τρόπο γρήγορα θέλετε με στερήσει της ζωής αυτής, και έτσι θέλει με αξιώσει Χριστός ο μόνος Θεός της αιωνίου και μακαρίας ζωής∙ διότι αυτού του Χριστού δούλος είναι εγώ∙ Αυτού οπαδός και ομολογητής και δι' Αυτόν θα πεθάνω, και με Αυτόν θα ζήσω. Ενώ λοιπόν λέγονταν αυτά οργίσθηκαν οι άθεοι και επεχείρησαν γρήγορα να τον μετακινήσουν από κοντά τους∙ δι΄ αυτό τον έπιασαν από τις τρίχες της κεφαλής και τα γένεια, ραβδίζοντες αυτόν και κτυπώντας αυτού το πρόσωπο και όλο το σώμα έκλεισαν στην φυλακή.
       Την επόμενη ημέρα, έβγαλαν τον μάρτυρα από την φυλακή και τον παρουσίασαν στο κριτήριο. Και σαν τον βρήκαν στερεόν όπως και προτύτερα, και λέγοντα πάλιν τα ίδια, κατεδίκασε αυτόν ο τύραννος σε ραβδισμούς, και κατόπιν οι μεν δήμιοι, αφού έρριψαν κάτω τον μάρτυρα, ράβδιζαν αυτόν  με όση δύναμι είχαν∙ ο δε μάρτυρας εσήκωσε τον νου και τα μάτια στον ουρανό, έτσι πεσμένος και υπέψαλλε∙ ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες κ.τ.λ. Και από με τον σώμα του μάρτυρος καταξεσχιθέν όλο από τις μαστιγώσεις, έτρεχε το αίμα άφθονο, το δε έδαφος της γης έγινε κόκκινο από το αίμα. Βλέποντες λοιπόν οι εχθροί ότι με γενναιότητα ο Άγιος υπέμενε τα βασανιστήρια και ότι ενικήθησαν από αυτόν και μη υποφέροντες την καταισχύνη αυτήν, τον έκλεισαν πάλιν στην φυλακή κακουχούμενο σκληρά.
       Τήν τελευταία δε ημέρα έβγαλαν πάλι τον Άγιον από την φυλακή, τον οποίον σαν τον εξέτασαν και τον βρήκαν  σταθερόν όπως ήταν στην αρχή τον κατεδίκασαν στον δια ξίφους θάνατον. Τότε ο μεν Άγιος έχαιρε ευφραινόμενος, οι δε δήμιοι έσυραν τον μάρτυρα με βία και θυμό βαδίζοντες προς τον τόπο της καταδίκης, που είχαν διαταχθή. Σύροντες δε τον άγιον μάρτυρα εις θάνατον, τι δεν έλεγαν και τι δεν έκαμναν εναντίον του. Τον κτυπούσαν, τον εξύβριζαν, τον ερράπιζαν και κάθε ένας από αυτούς ότι και αν ήθελε κακό έκαμνε στο μάρτυρα μέχρις, ότου έφθασαν στον τόπο της καταδίκης. Όταν έφθασαν εκεί, έκαμαν νεύμα οι πρώτοι τους σε έναν από τους δήμιους να αποκεφαλίση τον Μάρτυρα∙ εκείνος δε αφού πλησίασε στον μάρτυρα και απέσπασε την μαχαίρα του, απέκοψε την αγία κεφαλή του μάρτυρος την ενδέκατη του μηνός Ιουλίου του έτους 1722. Και το μεν σώμα του Οσιομάρτυρος Νικοδήμου έπεσε ύπτιο στην γη, άγγελοι δε από τον ουρανό κατελθόντες και παραλαβόντες την αγία του ψυχή, με αγαλλίαση και πολλή ευφροσύνη, ωδήγησαν αυτήν στους ουρανούς, όπως και τις ψυχές των πριν από αυτόν μαρτύρων. Και πως δεν ήθελαν να χαρούν οι άγιοι άγγελοι σε τέτοια υπηρεσία; Διότι εκείνοι που χαίρονται για την μετάνοια ενός αμαρτωλού, όπως ο ίδιος ο Κύριος λέγει εις τα Ευαγγέλια, πως δεν ήθελαν να χαρούν δια αυτόν που υπέρ Χριστού μαρτυρικά έπαθε και απέθανε; Βέβαια αληθινά ευφράνθησαν και τον ενισχύσαντα τον μάρτυρα Χριστόν τον Θεόν ύμνησαν και εδόξασαν υπερβολικά. Επίσης και το πλήθος των χριστιανών που παρευρέθηκε εκεί, οι οποίοι αφού έδωσαν αργύρια ικανά στον ηγεμόνα, παρέλαβαν το πολυμακάριστον του μάρτυρος Νικοδήμου λείψανον και ψάλλοντες, έφεραν αυτό και κατέθεσαν σε λάρνακα και ενταφίασαν στον άγιον εκεί ναόν της Θεομήτορος. Το άγιον του οσιομάρτυρος Νικοδήμου λέιψανον, τηρείται από τον Θεόν σώον και ακέραιον, εκτελεί πάντοτε διάφορα θαύματα στους προσερχομένους, σ' αυτό με πίστι, δι' αυτό και την μνήμη του Αγίου κάθε χρόνο εορτάζουν πανηγυρίζοντες.
 
*        *       *
 
       Αυτός, αγαπητοί, είναι ο ασκητικός βίος και ο αθλητικός αγώνας του νέου αυτού αγίου Οσιομάρτυρος Νικοδήμου. Έτσι αγωνίστηκε και έτσι ετελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου. Άρχισε με προθυμία τους αγώνας και ο Θεός βλέποντας την καλή του προαίρεσι, ανεπλήρωσε τα ελλείποντα, όσα δηλαδή δεν μπορεί να κάνη κάποιος με μόνη την ανθρώπινη δύναμι. Μήπως λοιπόν και εμείς, δεν έχομε χρέος να τιμάμε αυτόν με ξεχωριστόν τρόπον όπως και οι εκεί πατριώτες του Αγίου και οικείοι;
       Βέβαια το ίδιο χρέος και ακόμη περισσότερον, διότι εκεί μεν γεννήθηκε σωματικά, εδώ όμως αναγεννήθηκε πνευματικά. Εκεί ανατράφηκε κατά το σώμα, και εδώ (εννοεί την ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους) αυξήθηκε κατά το πνεύμα∙ εκεί υπέμεινε τους μαρτυρικούς αγώνες, και εδώ τους ασκητικούς. Η πόλις του Βερατίου εντρυφά και χαίρεται στους μαρτυρικούς του αγώνες και το τέλος, και η ιδική μας Σκήτη κατατρυφά επίσης για τους ασκητικούς του αγώνας. Χωρίς βέβαια των ασκητικών προτύτερα αγώνων ίσως δεν θα ήταν δυνατόν να τελειώση το μαρτύριον. Πράγματι εδώ προετοίμασε, εθεμελίωσε και εστερέωσε όλο το σπίτι, και εκεί αυτό εχρωμάτισε. Ευφρανθείτε όλοι οι αδελφοί αυτής διότι έχομεν αυτόν πρέσβυ προς τον Θεόν και στην τωρινή και την μέλλουσα ζωή. Μάλιστα αληθινά έχομεν Αυτόν πρέσβυν, εάν τον σεβόμεθα και την εορτή του θεάρεστα επιτελούμε. Αληθινά εμείς σήμερα απομακρυνθήκαμε πολύ από της αρετής το προαύλιο. Δια να μη, λοιπόν, απομακρυνθούμε περισσότερο και χειροτερεύσουμε οφείλουμε να εκκλησιαζώμεθα, να έχωμε χρηστοήθεια ομόνοια, ταπεινό φρόνημα, και τις ευαγγελικές αρετές, για να έχωμε καλή ελπίδα σωτηρία μας... Να αποφύγωμε, αδελφοί, τα κακά και να επιτελούμε τα καλά, διά να έχωμε παρρησία προς τον Θεόν και προς τον Άγιον νέον Οσιομάρτυρα Νικόδημον, ο Οποίος πρεσβεύει για εμάς στον Χριστόν και Θεό μας, στον Οποίον ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.**
 
 
*Σημείωσις εκδότου: Κατά την πρόσφατη επίσκεψι μας, 4 Απριλίου 1998, στο χωριό του Οσιομάρτυρος  Νικοδήμου Βυτσκούτς της περιοχής Κορυτσάς, ο σεβαστός Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος πατήρ Ιωάννης μας ανέφερε το εξής ιστορικό γεγονός που αξίζει να μνημονεύσουμε.
       Λόγω των σκληρών δοκιμασιών των Ορθοδόξων από τους Μουσουλμάνους είχαν έλθη στην πόλι του Βερατίου προύχοντες από χωριά για να δηλώσουν ότι γίνονται μουσουλμάνοι, για να έχουν υλικά προνόμια. Και συνέπεσε να βρεθούν τότε και να πληροφορηθούν την θαυμαστή διάσωσι του βασανιζομένου Οσιομάρτυρος Νικοδήμου, τον οποίον εκρήμνισαν από ύψος 60 μέτρων και στάθηκε όρθιος και αβλαβής. Και αντί να αρνηθούν το Χριστόν, όπως είχαν σκεφθεί, είπαν, μία πίστις που έχει τέτοια θαύματα είναι αληθινή, γι' αυτό και εμείς δεν αλλαξοπιστούμε και μένουμε πιστοί στην αγία πίστι των πατέρων μας, και γύρισαν πίσω στα χωριά τους, στερεωμένοι στην Ορθόδοξο πίστι.
       ** Στην καλύβη της αναλήψεως στην Αγία Άννα, που ασκήθηκε ο Άγιος, ευρίσκεται και μέρος του αγίου λειψάνου του Οσιομάρτυρα Νικοδήμου, ως και το χειρόγραφον της βιογραφίας Του. Η βιογραφία του Οσιομάρτυρος Νικοδήμου εκδίδεται με την συνδρομή του δούλου του Θεού Αλεξάνδρου από το εξωτερικόν, και των εκδόσεων «Ορθόδοξος Κυψέλη».
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Πηγή: www.impantokratoros.gr 

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Ιερομάρτυς Ιωάννης της Σάντα Κρουζ

Ο νεοφανής Ιερομάρτυς της Ορθοδοξίας Ιωάννης της Σάντα Κρουζ

Ο Άγιος Νεομάρτυρας πάτερ Ιωάννης της Σάντα Κρούζ. Γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Αποίκια της νή­σου Άνδρου και λεγόταν Καρασταμάτης. Σε ηλικία 20 ε­τών πηγαίνει στην Αμερική και δημιουργεί οικογένεια. Χειροτονείται ιερέας και για 10 χρόνια εργάζεται με ιεραποστολικό ζήλο στην Αλάσκα και αφού διακόνησε την Εκκλησία σε πολλούς Ναούς ήρθε στην Σάντα Κρουζ στον Ναό του Προφήτη Ηλία το 1981 που τον τε­λειοποίησε και τον εγκαινίασε και γίνεται κέντρο ορθόδοξης ομολογίας σε όλη την περιοχή όπου οι άνθρωποι ήταν απομακρυσμένοι από τον Θεό και την Εκκλησία.
Ο πατήρ Ιωάννης ήταν απλός στην συμπεριφορά του, αγαπούσε τους ενορίτες του και η πόρτα του σπι­τιού του ήταν πάντα ανοιχτή, και την νύχτα ακόμη ό­ποιος τον ζητούσε έμπαινε μέσα και πολλές φορές φώνα­ζαν οι δικοί του γιατί φοβόντουσαν τους κακοποιούς της νύχτας. Τα κηρύγματα του ήταν πύρινα, αγαπούσε τον Θεό και ήθελε όλοι να Τον αγαπήσουν. Πήγαινε στα πάρκα και μιλούσε με νέους ανθρώπους που δεν γνώρι­ζαν τίποτε για τον Θεό ή ήταν σε άλλα δόγματα ή ήταν Εβραίοι.
Στην Άνδρο συμβαίνει ένα θαύμα με τους κρίνους της Παναγίας. Όταν ανθίζουν οι κρίνοι τους πηγαίνουν στην Εικόνα της. Αργότερα, όπως είναι φυσικό, ξεραί­νονται και πέφτουν. Πέφτουν και τα φύλλα και μένει το ξερό κοτσάνι. Τ' αφήνουν έτσι ξερά τα κοτσάνια στην Εικόνα Της και όταν έρθει η γιορτή της, κάθε χρόνο, αυτά ανθίζουν και βγάζουν μπουμπούκια. Ο πατήρ Ιωάν­νης μιας και ήταν από μικρός μεγαλωμένος στο νησί ή­ξερε το θαύμα αυτό. Ήρθε λοιπόν στο νησί πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου και ζήτησε από τον Γέροντα Δωρόθεο κρίνους της Παναγίας. Πήρε μερικά ξερά κοτσάνια και τα πήγε στην Αμερική. Τα έβαλε στην Εικόνα της Παναγίας και αυτά άνθισαν ξανά. Άρχισε σιγά - σιγά ο κόσμος να θερμαίνεται στην πίστη και να προσκυνούν την Παναγία.
Ήταν μία ευαίσθητη και όμορφη ψυχή ο πατήρ Ιω­άννης. Έγραφε και θρησκευτικά ποιήματα και τον συ­γκινούσαν πολύ τα θαύματα της Παναγίας και οι βίοι των Αγίων. Ζητούσε από τον Γέροντα Δωρόθεο να του στέλνει βιβλία για να κάνει κηρύγματα. Όταν αργότερα ήρθε στην Άνδρο η πρεσβυτέρα πήρε κρίνους, τους φύ­τεψε στην Αμερική και όταν άνθιζαν τους έβαζαν στην Παναγία, και γινόταν και εκεί το θαύμα, να ξανανθίζουν τα ξερά κοτσάνια. Αγαπούσε πολύ τον Άγιο Νικόλαο γιατί από μικρός πήγαινε στο Μοναστήρι. Εκεί λοιπόν στο Μοναστήρι στην Άνδρο μία Εικόνα της Παναγίας άρχισε να ρέει αίμα και μύρο. Ο πατήρ Ιωάννης άρχισε με θείο ζήλο να μιλά για τα θαύματα της Παναγίας μας. Άρχισαν τότε να γίνονται Ορθόδοξοι και από άλλα δόγματα. Αυτό όμως ενόχλησε κάποιους και άρχισαν να του κάνουν απειλητικά τηλεφωνήματα και γράμματα για να σταματήσει το κήρυγμα. Όμως τότε εκείνος έγινε πιο φλογερός και έλεγε: «Όσο τα μάτια μου έχουν νερό εγώ θα κηρύττω τον Χριστό και την Ορθοδοξία».
Συνιστούσε στους χριστιανούς να προφυλαχθούν από τις παγίδες του αντιχρίστου και να μην πάρουν το χάραγμα και, τότε, άρχισαν πιο έντονα τ' απειλητικά τη­λεφωνήματα για την ζωή του, όμως αυτός δεν λογάριαζε τίποτα.
Στις 17 Μαΐου το 1985 το βράδυ πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο στην Άνδρο και του ζητούσε πληρο­φορίες για τα θαύματα της Παναγίας της Μυροβλύτισσας γιατί ήθελε να κάνει κήρυγμα την Κυριακή. Την άλλη μέρα στις 18 Μαΐου ο πατήρ Ιωάννης ήταν μόνος του στο σπίτι μαζί με τον γιο του Φώτιο. Η πρεσβυτέρα είχε πάει στο σπίτι της κόρης τους Μαρίας. Το αγόρι βγήκε για λίγο έξω με τους φίλους του και ο πατήρ Ιωάννης πήγε στην Εκκλησία να την ετοιμάσει και να γράψει το κήρυγμα. Το αγόρι γύρισε αργά στο σπίτι, είδε ότι ο πα­τέρας του έλειπε και πήγε ανήσυχο να τον βρει στην Εκκλησία. Και τότε αντίκρισε το φοβερό θέαμα. Τον πατέ­ρα του κατακρεουργημένο και αγνώριστο. Τον είχαν βρει μόνο του και τον βασάνισαν χτυπώντας τον στο κε­φάλι με σφυρί, και το σώμα του το κατακρεούργησαν με το μαχαίρι. Και όπως διαπίστωσε η αστυνομία, επειδή ε­κείνος σπαρταρούσε, πήραν τον σταυρό του με την αλυ­σίδα και τον έπνιξαν. Το αίμα του που χύθηκε από τις πληγές του και πλημμύρισε το δάπεδο του Ιερού Ναού το χρησιμοποίησαν για να γράψουν δικά τους συνθήμα­τα στους τοίχους του Ιερού Ναού και το 666. Ήταν σατανιστές.
Ο Άγιος ιερέας μαρτύρησε στο σημείο που φωτο­γραφήθηκε με τον σταυρό στο χέρι, ίσως να ήταν μία πρόρρηση για το τι θα επακολουθούσε. Συνέβησαν προ του θανάτου του τρία θαυμαστά γεγονότα:

1) Οι ανθισμένοι κρίνοι της Παναγίας, μία βδομάδα πριν μαρτυρήσει, πέσανε όλοι ξαφνικά και από τότε δεν έχουν ξανανθίσει.

2) Η Εικόνα της Παναγίας δάκρυσε και το δάκρυ υ­πάρχει ακόμα πάνω στην Εικόνα, και

3) επί τρεις συνεχείς Κυριακές προ του μαρτυρίου του, κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, έλαμπε το πρόσωπό του και σκορπούσε αχτίνες και το παιδί, που του έδινε το ζέον και είδε το παράδοξο αυτό φαινόμενο, επιτιμήθηκε αυστηρά για να μην φανερώσει τίποτα.
Η αστυνομία ερεύνησε για τους φονείς του Αγίου και βρήκαν τρία άτομα ένα ανδρόγυνο και τον γιο του άνδρα από άλλη γυναίκα. Ήταν ιερείς του σατανά και πήραν δηλητήριο κόμπρας, όταν τους συνέλαβαν και οι δύο πέθαναν, και ο τρίτος έχασε τα λογικά του και δεν συνεννοείται. Επειδή το Λείψανο του Αγίου ήταν παρα­μορφωμένο και το πρόσωπό του δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν, αφού του φορέσανε την καλή του χρυσοκέ­ντητη στολή, σφραγίσανε το φέρετρο στην νεκρώσιμη ακολουθία.
Όταν έμαθε ο Γέροντας Δωρόθεος για τον μαρτυρι­κό θάνατο του πατρός Ιωάννη έγραψε στην πρεσβυτέρα να του στείλει στην Άνδρο τ' άμφια του Αγίου που εί­χαν συλλειτουργήσει στο Μοναστήρι στην γιορτή του Αγίου Δωροθέου το 1981. Πέρασε καιρός και απάντηση δεν έλαβε. Στις 4 Ιουλίου το 1986 είχαν λειτουργήσει ε­κεί στο Μοναστήρι και ήταν και αρκετοί από την Αθή­να. Περίμεναν το μεσημέρι με το πρωινό καράβι ένα πούλμαν με προσκυνητές για την αγρυπνία το βράδυ για την εορτή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου. Μόλις λοιπόν τελείωσε η λειτουργία άρχισαν μόνες τους να χτυπούνε οι καμπάνες πανηγυρικά, όλους τους κατέλαβε φόβος και δέος. Σταμάτησαν για λίγο οι καμπάνες και άρχισαν πάλι να χτυπούνε τόσο αρμονικά που όλοι εξέστησαν, έκαναν παράκληση στον Άγιο Νικόλαο και πε­ρίμεναν να φανερωθεί κάτι θαυμαστό. Ήρθαν και οι προσκυνητές με το πούλμαν και τους είπαν για το θαυ­μαστό αυτό γεγονός. Το απόγευμα πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο η κόρη του πατρός Ιωάννη η Μαρία, που είχε έρθει ειδικά στην Άνδρο, για να φέρει τ' άμφια του πατέρα της. Τα έφερε στο Μοναστήρι και τα υποδέ­χτηκαν με χαρά όλοι οι προσκυνητές, τέλεσαν και αγρυ­πνία το βράδυ και τα έφεραν σε προσκύνηση. Οι καμπά­νες χτυπούσαν στο Μοναστήρι το πρωί ακριβώς την ώ­ρα που έμπαινε στο λιμάνι το καράβι με τ' άμφια του Νεομάρτυρος.
Οι εμφανίσεις του ιερομάρτυρος Ιωάννου μετά τον θάνατό του είναι πάρα πολλές. Παραμονές του Αγίου Νικολάου το 1986 και ο Γέροντας Δωρόθεος ετοίμαζε το Μοναστήρι μαζί με μερικές γυναίκες που τον βοηθού­σαν από το χωριό εκεί. Κάποια στιγμή είδαν τον μακα­ριστό Ιωάννη να περπατά στην αυλή και να έρχεται προς το μέρος τους από την ανοιχτή πόρτα στην τράπε­ζα. Έβαλαν όλοι τις φωνές γιατί όλοι τον ήξεραν στο χωριό και τον έλεγαν: παπά - Γιάννη. Και τότε χάθηκε από μπροστά τους. Ώσπου να συνέλθουν από το ξάφνια­σμα ήρθε ο ταχυδρόμος μ' ένα δέμα από την Ελβετία ό­που μέσα ήταν μία Εικόνα του Αγίου σκαλιστή σε ξύλο από Ορθόδοξους Ρώσους που τον τιμούν ως Άγιο. Ο πατήρ Ιωάννης ζήτησε να μοιραστεί παντού η Εικόνα Του και να γίνει γνωστό το μαρτύριό του, η Ορθόδοξη ομολογία του.
Τον Φεβρουάριο του 1987 ο Γέροντας Δωρόθεος πή­γε στην Ελβετία για εγχείρηση. Ενώ μιλούσε με τους πιστούς εκεί για τον Άγιο και το μαρτύριό του τον εί­δαν να τους ευλογεί και να χάνεται. Όταν είχαν λειτουρ­γήσει μαζί με τον Γέροντα Δωρόθεο και όταν εξομολο­γήθηκε ο πατήρ Ιωάννης δώρισε το πετραχήλι του εκεί στο Μοναστήρι. Όταν πήγε στην Ελβετία ο Γέροντας Δωρόθεος ένα τμήμα από το πετραχήλι του Αγίου εσκόρπιζε άρρητη ευωδία στους παρευρισκομένους εκεί.
Στην Άνδρο σήμερα ζει ο αδελφός του Αγίου με την οικογένειά του και η γερόντισσα μητέρα του, που δεν ξέρει τίποτα για τον παπά και τον θάνατό του. Στην Αμερική και στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς τι­μάται ως Άγιος και έχουν εκδώσει και ασματική ακολουθία στον Άγιο. Τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου του τ' ανέφερε όλα στον Γέροντα Δωρό­θεο η κόρη του Μαρία. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου και είναι παραμονή της εορτής του Αγίου Νικο­λάου της ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων Του. Θα συνεορτάζεται μαζί με τον Άγιο Νικόλαο γιατί από παιδί αγαπούσε πολύ τον Άγιο Νικόλαο. Την Ευλογία Του να έχουμε όλοι μας. Αμήν.

Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 17. Μάιος-Αύγουστος 2006 Θεσ/νίκη


πηγή: www.impantokratoros.gr

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Νεομάρτυς Ευγένιος Ροντιόνωφ


Μαρτύρησε στις 23 Μαΐου 1996
Ο Άγιος Νεομάρτυρας Ευγένιος Ροντιόνωφ γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1977 κοντά στη Μόσχα-και συγκεκριμένα στο χωριό Κουρίλοβο, στην περιοχή της πόλεως Παντόλσκ-. Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας και βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός κατά την παιδική του ηλικία. Η μητέρα του ονομάζεται Λιουμπόβ (=αγάπη) Βασίλιεβνα.
Το 1989 η γιαγιά του πήρε τον μικρό Ευγένιο και τον πήγε στην Εκκλησία, για να εξομολογηθεί για πρώτη φορά και να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Ο ιερέας πρόσεξε ότι το παιδί δε φορούσε Σταυρό και κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης του φόρεσε ένα Σταυρό, τον οποίο ο μικρός Ευγένιος δεν τον έβγαλε ποτέ από πάνω του· μάλιστα, έφτιαξε ένα χονδρό κορδόνι και τον πέρασε εκεί. Η μητέρα του, όταν είδε ότι φορούσε Σταυρό, τον προέτρεψε να τον βγάλει, διότι, όπως είπε, θα τον περιγελάσουν οι συμμαθητές του. Ο Ευγένιος δεν απάντησε, αλλά και δεν την υπάκουσε.
Όταν τελείωσε τις σπουδές του το 1994, εργάστηκε ως επιπλοποιός, επάγγελμα που του απέφερε πολλά έσοδα.
Στις 25 Ιουνίου του 1995 παρουσιάστηκε στο Στρατό και μετά τη βασική του εκπαίδευση, στις 13 Ιανουαρίου του 1996, τοποθετήθηκε στα συνοριακά φυλάκια Τσετσενίας-Ηγκουερίνας. Ακριβώς ένα μήνα μετά, στις 13 Φεβρουαρίου του 1996, αιχμαλωτίστηκε. Η αιχμαλωσία έγινε ως εξής: η στρατιωτική υπηρεσία έστειλε τέσσερις στρατιώτες-μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο-να κάνουν ελέγχους στα αυτοκίνητα που διέρχονταν από ένα συγκεκριμένο δρόμο. Δυστυχώς, οι αρμόδιοι έστειλαν τους στρατιώτες χωρίς να υπάρχει καμιά προηγούμενη οργάνωση (δεν υπήρχε καν φωτισμός) και καμιά ασφάλεια. Από αυτόν το δρόμο περνούσαν πολύ συχνά Τσετσένοι μεταφέροντας όπλα, αιχμαλώτους και ναρκωτικά. Τη νύχτα εκείνη πέρασε από εκείνο το δρόμο ένα ασθενοφόρο. Όταν οι στρατιώτες το σταμάτησαν για έλεγχο, ξαφνικά μέσα από αυτό πετάχτηκαν πάνω από δέκα Τσετσένοι, πολύ καλά οπλισμένοι. Ακολούθησε συμπλοκή και οι Τσετσένοι συνέλαβαν και τους τέσσερις στρατιώτες. Αυτό έγινε στις 3 τη νύχτα. Στις 4 η ώρα ήρθαν άλλοι στρατιώτες για αλλαγή φρουράς· φυσικά δεν τους βρήκαν και κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Μετά από λίγες μέρες η υπηρεσία του στρατού ενημέρωσε τους γονείς των στρατιωτών για την εξαφάνισή τους. Η μητέρα του Ευγένιου κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για εξαφάνιση, αλλά για αιχμαλωσία, και πήγε με κίνδυνο της ζωής της στην Τσετσενία, για να βρει το παιδί της. Έφτασε στην πόλη Χαγκαλά και μετά από πολλές προσπάθειες ήρθε σε επαφή με τους αρχηγούς διαφόρων αντάρτικων ομάδων της Τσετσενίας προσπαθώντας να μάθει για την τύχη του Ευγένιου, διότι γνώριζε ότι οι Τσετσένοι δε σκοτώνουν αμέσως τους αιχμαλώτους, αλλά περιμένουν μήπως πάρουν λίτρα και τους ελευθερώσουν. Οι ίδιοι οι Τσετσένοι της είπαν ότι ο γιος της ζούσε, αλλά ήταν αιχμάλωτος και σιώπησαν με νόημα προσπαθώντας να υπολογίσουν πόσα χρήματα μπορούσαν να αποσπάσουν από αυτήν. Εκείνον τον καιρό ένας ζωντανός στρατιώτης αιχμάλωτος στοίχιζε 10.000 δολάρια, ενώ ένας αξιωματικός 50.000. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να κερδίσουν αρκετά χρήματα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η μητέρα του πήγε παντού για να τον ψάξει, πέρασε από χωριά, από δρόμους με νάρκες, από μέτωπα συγκρούσεων, γνώρισε πολλούς αξιωματικούς Τσετσένους και, όπως η ίδια λέει, «πέρασα από όλους τους κύκλους του άδη».
Από την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας του Ευγένιου, που διήρκησε 100 ημέρες, οι αντάρτες, επειδή είδαν ότι φοράει Σταυρό, προσπάθησαν να τον κάμψουν ψυχικά, ώστε να καταφέρουν-αν ήταν δυνατό-να τον αναγκάσουν να αρνηθεί την πίστη του, να βγάλει το Σταυρό, να γίνει μουσουλμάνος και να τον κάνουν δήμιο και φονιά των άλλων Ρώσων αιχμαλώτων. Ο Ευγένιος, βέβαια, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις και, παρά τους συνεχείς ξυλοδαρμούς, τα πάμπολλα βασανιστήρια και τις υποσχέσεις ότι θα ζήσει αν βγάλει το σταυρό του, δεν μπόρεσαν να τον κάμψουν.
Αργότερα, οι ίδιοι οι αρχηγοί των ανταρτών είπαν στη μητέρα του: «εάν ο γιος σου γινόταν σαν ένας από εμάς, δε θα τον αδικούσαμε».
Στις 23 Μαΐου του 1996, δηλαδή την ημέρα των γενεθλίων του, πήραν τους τέσσερις αιχμαλώτους στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο, για να τους σκοτώσουν. Πρώτα σκότωσαν τους τρεις συναιχμαλώτους του. Έπειτα, πρότειναν για τελευταία φορά στον Ευγένιο να βγάλει το Σταυρό λέγοντας ότι «ορκιζόμαστε στον αλλάχ ότι θα ζήσεις». Ο Ευγένιος και πάλι αρνήθηκε και τότε υπέστη το φρικτό του μαρτύριο. Τον έσφαξαν με μαχαίρι κόβοντας εντελώς το κεφάλι του, αλλά δεν τόλμησαν να βγάλουν το Σταυρό από το λαιμό του. Τον έθαψαν μεν με το σταυρό, αλλά χωρίς το κεφάλι.
Τελικά, η μητέρα του βρήκε τον Ευγένιο μετά από εννέα μήνες. Και πάλι ζήτησαν οι Τσετσένοι 4000 δολάρια για να της δώσουν το λείψανο. Της έδωσαν και βιντεοκασέτα με το μαρτύριο του γιου της και της διηγήθηκαν οι ίδιοι την πορεία της αιχμαλωσίας του και τα βασανιστήρια.
Η μητέρα του Ευγένιου πούλησε το διαμέρισμά της και ό,τι άλλο μπορούσε-μέχρι και ρούχα-για να μπορέσει, αφενός μεν να δώσει τα λίτρα, αφετέρου δε να ανταπεξέλθει στα έξοδα εκταφής, ειδικού φέρετρου, μεταφοράς κλπ., τα οποία δεν ήταν και λίγα.
Τελικά στις 20 Νοεμβρίου του 1996 μετέφερε το λείψανο στο χωριό τους και το έθαψε στο κοιμητήριο. Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας του Ευγένιου πέθανε δίπλα στο μνήμα από τη λύπη του.
Αμέσως, σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας ο άγιος μάρτυρας Ευγένιος άρχισε να εμφανίζεται και να κάνει θαύματα. Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένες μαρτυρίες και θαυμαστές επεμβάσεις:
Ένα κοριτσάκι που έμενε σε Ορθόδοξο ορφανοτροφείο διηγήθηκε ότι της εμφανίστηκε κάποτε ένας ψηλός στρατιώτης με κόκκινο μανδύα, ο οποίος της είπε ότι είναι ο Ευγένιος, την έπιασε από το χέρι και τη οδήγησε στην Εκκλησία. Το κοριτσάκι λέει: «παραξενεύθηκα που φορούσε κόκκινο μανδύα, διότι οι στρατιώτες δε φορούν σήμερα τέτοιο μανδύα, και σκέφτηκα ότι αυτός πρέπει να είναι ο μανδύας του μάρτυρα».
Σε πολλές Εκκλησίες έχουν δει ένα στρατιώτη με πύρινο μανδύα, ο οποίος βοηθάει τους αιχμαλώτους στην Τσετσενία να δραπετεύσουν από την αιχμαλωσία τους και να διαφύγουν από κάθε κίνδυνο, όπως νάρκες κλπ.
Σε ένα νοσοκομείο τραυματιών πολέμου οι τραυματισμένοι στρατιώτες πιστοποιούν ότι ένας άγιος μάρτυρας Ευγένιος τους βοηθάει, ειδικά όταν πονάνε πολύ. Όταν κάποιοι από αυτούς πήγαν στο Ναό του Σωτήρος στη Μόσχα, είδαν την εικόνα του μάρτυρα και αναγνώρισαν αυτόν που τους βοήθησε.
Το στρατιώτη με τον κόκκινο μανδύα τον γνωρίζουν και οι φυλακισμένοι. Κυρίως βοηθάει τους πολύ καταβεβλημένους και συντετριμμένους ψυχικά λόγω της φυλακίσεως τους.
Το 1997 με ευλογία του Πατριάρχη Αλεξίου εκδόθηκε ένα βιβλίο με τίτλο «Νέος μάρτυς του Χριστού στρατιώτης Ευγένιος». Ένας ιερέας ονόματι Βαντίμ Σκλιαρένσκο από το Ντνεποπετρόφκ έστειλε στο Πατριαρχείο μία αναφορά όπου έγραφε ότι το εξώφυλλο του βιβλίου με τη φωτογραφία του αγίου μυροβλύζει.
Μετά από τρία χρόνια και τρεις μήνες ο αρχηγός και όλη η ομάδα του, οι σφαγείς του Ευγένιου, σκοτώθηκαν από τους ίδιους τους Τσετσένους μετά από εμφύλιες αντιπαραθέσεις.
Καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά περισσότερο την ημέρα του Μαρτυρίου του, στις 23 Μαΐου, έρχονται για προσκύνημα στο τάφο του πολλοί πιστοί και αναφέρονται πολλά θαύματα.

πηγή: http://www.impantokratoros.gr/BDC5C441.el.aspx